- μετάνιωμα
- και μετάνοιωμα, το (Μ μετάνιωμα) [μετανιώνω]1. αλλαγή γνώμης ή απόφασης2. μεταμέλεια, μετάνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάνιωμα — το, ατος η μεταμέλεια, η μετάνοια: Το μετάνιωμά σου δεν αλλάζει την κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετάγνωμα — το (Μ μετάγνωμα) [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια μσν. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης, μετάνιωμα … Dictionary of Greek
μετάγνωση — η (ΑM μετάγνωσις) [μεταγιγνώσκω] μεταβολή γνώμης, απόφασης ή σκοπού μσν. μετάνοια, μεταμέλεια, μετάνιωμα … Dictionary of Greek
μετάμελος — μετάμελος, ον (ΑM) αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («πόλις ταῑς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα», Διόδ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μετάμελος η μεταμέλεια, το μετάνιωμα («πολύ δὲ μείζων ἔτι τῆς στρατείας ὁ μετάμελος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ.… … Dictionary of Greek
μετάνοιωμα — το βλ. μετάνιωμα … Dictionary of Greek
μεταγνωμός — ο [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα … Dictionary of Greek
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
μετανιωμός — και μετανοιωμός, ο (Μ μετανιωμός) [μετανιώνω] το μετάνιωμα … Dictionary of Greek
μετάνοια — η 1. αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μετάνιωμα, μεταμέλεια: Η μετάνοιά του τους έπεισε να τον εμπιστευτούν και πάλι. 2. ψυχική συντριβή ή ντροπή για αμάρτημα που διέπραξα: Δάκρυα μετάνοιας. 3. γονυκλισία, προσκύνηση: Αμάρτησε και τώρα κάνει μετάνοιες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμέλεια — η η μετάνοια, το μετάνιωμα: Η ποινή του μειώθηκε γιατί έδειξε μεταμέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)